Pustulated - ορισμός. Τι είναι το Pustulated
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι Pustulated - ορισμός


Pustulated      
·adj Covered with pustulelike prominences; pustular; pustulous; as, a pustulate leaf; a pustulate shell or coral.
pustulate         
  • An [[abscess]] is an enclosed collection of pus.
  • [[Duodenoscopy]] image of [[hepatopancreatic ampulla]] with pus exuding from it, indicative of [[cholangitis]]
PHENOMENON OF INFLAMMATORY INFECTION
Purulent; Pustulate; Pustulation; Pyogenic; Purulence; Suppurative; Mucopurulent; Liver abscess, pyogenic; Pyogenic infection; Nonpyogenic; Suppuration; Liquor puris; Suppurate; Pussier; Pussiest; Pyogenic bacteria; Suppurating; Supporate; Supporating; Purulent exudate; Seropurulent; Purulent fluid; Laudable pus; Sanious pus; Ill-conditioned pus
¦ verb 'p?stj?le?t form into pustules.
¦ adjective 'p?stj?l?t chiefly Biology having or covered with pustules.
Derivatives
pustulation noun
Origin
ME: from late L. pustulat-, pustulare 'to blister', from pustula 'pustule'.
Pustulation         
  • An [[abscess]] is an enclosed collection of pus.
  • [[Duodenoscopy]] image of [[hepatopancreatic ampulla]] with pus exuding from it, indicative of [[cholangitis]]
PHENOMENON OF INFLAMMATORY INFECTION
Purulent; Pustulate; Pustulation; Pyogenic; Purulence; Suppurative; Mucopurulent; Liver abscess, pyogenic; Pyogenic infection; Nonpyogenic; Suppuration; Liquor puris; Suppurate; Pussier; Pussiest; Pyogenic bacteria; Suppurating; Supporate; Supporating; Purulent exudate; Seropurulent; Purulent fluid; Laudable pus; Sanious pus; Ill-conditioned pus
·noun The act of producing pustules; the state of being pustulated.